Σταματώ στα σουηδικά

Μετάφραση: σταματώ, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rast, anhalt, paus, tveka, kontramärke, stanna, uppehåll, stoppa, sluta, stopp, slutar
Σταματώ στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σταματώ

σταματώ κλίση, σταματώ conjugation, δεν σταματώ, δε σταματώ, σταματάω το κάπνισμα, σταματώ λεξικό γλώσσας σουηδικά, σταματώ στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • σταθμός στα σουηδικά - station, post, stationen, banestation
  • σταλάζω στα σουηδικά - drypa, droppa, trickle, underhålls, rännil, takt, sippra
  • στασιασμός στα σουηδικά - sedition, uppvigling, uppror, upproriskhet, upprors
  • στασιαστικός στα σουηδικά - upprorisk, upproriska, rebellisk, rebelliska, upproriskt
Τυχαίες λέξεις
Σταματώ στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: rast, anhalt, paus, tveka, kontramärke, stanna, uppehåll, stoppa, sluta, stopp, slutar