Διακόπτω στα σουηδικά

Μετάφραση: διακόπτω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
paus, avbrott, uppehåll, rast, störa, avbryta, avbryter, Avbryt, bryta
Διακόπτω στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακόπτω

διακόπτω english, διακόπτω κλίση, διακόπτω συνώνυμα, διακόπτω συνώνυμο, διακόπτω στα αγγλικά, διακόπτω λεξικό γλώσσας σουηδικά, διακόπτω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • διακυμαίνομαι στα σουηδικά - fluktuera, fluktuerar, variera, varierar, att fluktuera
  • διακόπτης στα σουηδικά - tändning, strömbrytare, omkopplaren, omkopplare, switch, brytaren
  • διακόρευση στα σουηδικά - diakorefsi
  • διακύμανση στα σουηδικά - fluktuation, fluktuationer, variationer, svängningar
Τυχαίες λέξεις
Διακόπτω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: paus, avbrott, uppehåll, rast, störa, avbryta, avbryter, Avbryt, bryta