Διαπράττω στα φινλανδικά

Μετάφραση: διαπράττω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luottaa, tehdä, passittaa, luovuttaa, sijoittaa, sitoutua, sitoutumaan, sitoutuvat, sitouduttava, tehnyt
Διαπράττω στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπράττω

διαπράττω αρχαία, διαπράττω συνώνυμα, διαπράττω κλίση, διαπράττω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, διαπράττω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • διαπληκτίζομαι στα φινλανδικά - saarnata, kiistellä, riita, kinata, keskustella, kinastella, riehua, ...
  • διαπλοκή στα φινλανδικά - väliintulo, puuttuminen, asioihin sekaantuminen, yhteenpunotuista, yhteenpunonta, interweaving, yhteenpunotusta, ...
  • διαπρέπω στα φινλανδικά - erottautua, erottua, preeminent, huomattavin, tärkeimmälle sijalle
  • διαπραγμάτευση στα φινλανδικά - neuvottelu, neuvottelujen, neuvotteluja, neuvotteluissa, neuvotellaan
Τυχαίες λέξεις
Διαπράττω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: luottaa, tehdä, passittaa, luovuttaa, sijoittaa, sitoutua, sitoutumaan, sitoutuvat, sitouduttava, tehnyt