Γενίκευση στα γαλλικά
Μετάφραση: γενίκευση, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
généralisation, la généralisation, généraliser, généralisation de, de généralisation
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γενίκευση
βεβιασμένη γενίκευση, άτεγκτη γενίκευση, γενίκευση πυθαγορείου θεωρήματοσ, γενίκευση ορισμός, γενίκευση εξαρτημένου ερεθίσματος, γενίκευση λεξικό γλώσσας γαλλικά, γενίκευση στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- γεμίζω στα γαλλικά - veine, poulain, percevoir, remplissons, remplissez, charger, installer, ...
- γενέθλια στα γαλλικά - anniversaire, anniversaires, anniversaire de, d'anniversaire, l'anniversaire
- γενειοφόρος στα γαλλικά - barbu, barbe, barbus, barbue
- γενετικός στα γαλλικά - génétique, héréditaire, génétiques
Τυχαίες λέξεις
Γενίκευση στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: généralisation, la généralisation, généraliser, généralisation de, de généralisation
Μεταφράσεις: généralisation, la généralisation, généraliser, généralisation de, de généralisation