Γενίκευση στα σουηδικά

Μετάφραση: γενίκευση, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
generalisering, generalise, generalisera, generaliseringen, generaliseringar
Γενίκευση στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γενίκευση

βεβιασμένη γενίκευση, άτεγκτη γενίκευση, γενίκευση πυθαγορείου θεωρήματοσ, γενίκευση ορισμός, γενίκευση εξαρτημένου ερεθίσματος, γενίκευση λεξικό γλώσσας σουηδικά, γενίκευση στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • γεμίζω στα σουηδικά - last, lasta, lass, plombera, börda, lassa, fylla, ...
  • γενέθλια στα σουηδικά - födelsedag, födelsedags, födelsedagen, årsdag
  • γενειοφόρος στα σουηδικά - skäggig, skäggiga, skäggige, skäggigt, bearded
  • γενετικός στα σουηδικά - genetisk, genetiska, genetiskt, den genetiska, arvs
Τυχαίες λέξεις
Γενίκευση στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: generalisering, generalise, generalisera, generaliseringen, generaliseringar