Γενίκευση στα ιταλικά

Μετάφραση: γενίκευση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
generalizzazione, la generalizzazione, di generalizzazione, generalizzazioni, generalizzare
Γενίκευση στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γενίκευση

βεβιασμένη γενίκευση, άτεγκτη γενίκευση, γενίκευση πυθαγορείου θεωρήματοσ, γενίκευση ορισμός, γενίκευση εξαρτημένου ερεθίσματος, γενίκευση λεξικό γλώσσας ιταλικά, γενίκευση στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • γεμίζω στα ιταλικά - carica, fardello, soma, caricare, carico, aggravio, riempire, ...
  • γενέθλια στα ιταλικά - compleanno, di compleanno, birthday, il compleanno, compleanno di
  • γενειοφόρος στα ιταλικά - barbuto, barba, la barba, barbuta, con la barba
  • γενετικός στα ιταλικά - genetico, genetica, genetiche, genetici
Τυχαίες λέξεις
Γενίκευση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: generalizzazione, la generalizzazione, di generalizzazione, generalizzazioni, generalizzare