Γενίκευση στα τούρκικα
Μετάφραση: γενίκευση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
genelleme, genelleştirme, genelleştirilmesi, genellemesi, genellemedir
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γενίκευση
βεβιασμένη γενίκευση, άτεγκτη γενίκευση, γενίκευση πυθαγορείου θεωρήματοσ, γενίκευση ορισμός, γενίκευση εξαρτημένου ερεθίσματος, γενίκευση λεξικό γλώσσας τούρκικα, γενίκευση στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- γεμίζω στα τούρκικα - yük, doldurmak, doldurun, doldurunuz, dolgu, dolduracak
- γενέθλια στα τούρκικα - doğum günü, birthday, doğum, doğumgünü, doğum günüm
- γενειοφόρος στα τούρκικα - sakallı, sakallı bir, bearded
- γενετικός στα τούρκικα - genetik, genetik bir, bir genetik, gen
Τυχαίες λέξεις
Γενίκευση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: genelleme, genelleştirme, genelleştirilmesi, genellemesi, genellemedir
Μεταφράσεις: genelleme, genelleştirme, genelleştirilmesi, genellemesi, genellemedir