Γενίκευση στα ισλανδικά

Μετάφραση: γενίκευση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
alhæfing, alhæfingin, alhæfingu, alhæfing að, alhæfing sér
Γενίκευση στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γενίκευση

βεβιασμένη γενίκευση, άτεγκτη γενίκευση, γενίκευση πυθαγορείου θεωρήματοσ, γενίκευση ορισμός, γενίκευση εξαρτημένου ερεθίσματος, γενίκευση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, γενίκευση στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • γεμίζω στα ισλανδικά - ferma, fylla, burður, hlaða, lesta, að fylla, fyllt, ...
  • γενέθλια στα ισλανδικά - afmæli, Afmælisdagur, afmælið, með afmælið
  • γενειοφόρος στα ισλανδικά - skegg, skeggjaður
  • γενετικός στα ισλανδικά - erfðafræðilega, erfðaefni, erfða, erfðafræðilegar, erfðafræðileg
Τυχαίες λέξεις
Γενίκευση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: alhæfing, alhæfingin, alhæfingu, alhæfing að, alhæfing sér