Εξουσία στα νορβηγικά
Μετάφραση: εξουσία, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
makt, kraft, autorisasjon, dyktighet, kontor, byrå, myndighet, strøm, makten, kraften
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξουσία
εξουσία αποφθέγματα, εξουσία τι μπάλα παίζεις, εξουσία συνώνυμα, εξουσία ορισμός, εξουσία και ευημερία, εξουσία λεξικό γλώσσας νορβηγικά, εξουσία στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- εξοργισμένος στα νορβηγικά - rasende, voldsomme, voldsomt, forrykende, furious
- εξορκίζω στα νορβηγικά - bønnfalle, trylle, exorcize
- εξουσιάζω στα νορβηγικά - kontrollere, kontroll, beherske, styre, overprøve, overstyre, overstyrer, ...
- εξουσιοδοτούμαι στα νορβηγικά - investere, er, am, jeg
Τυχαίες λέξεις
Εξουσία στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: makt, kraft, autorisasjon, dyktighet, kontor, byrå, myndighet, strøm, makten, kraften
Μεταφράσεις: makt, kraft, autorisasjon, dyktighet, kontor, byrå, myndighet, strøm, makten, kraften