Εξουσία στα λιθουανικά
Μετάφραση: εξουσία, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
jėga, svoris, autoritetas, valdžia, galia, galios, jėgos, elektros energijos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξουσία
εξουσία αποφθέγματα, εξουσία τι μπάλα παίζεις, εξουσία συνώνυμα, εξουσία ορισμός, εξουσία και ευημερία, εξουσία λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εξουσία στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εξοργισμένος στα λιθουανικά - pasiutęs, įsiutęs, įsiutę, įniršęs, įtūžęs
- εξορκίζω στα λιθουανικά - užkalbėti, atsikratyti, Apvārdot, Atleidžiami, išvaryti piktąsias dvasias
- εξουσιάζω στα λιθουανικά - valdyti, kontrolė, įveikti, panaikinti, panaikinti finansų kontrolieriaus, gali panaikinti
- εξουσιοδοτούμαι στα λιθουανικά - esu, am
Τυχαίες λέξεις
Εξουσία στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: jėga, svoris, autoritetas, valdžia, galia, galios, jėgos, elektros energijos
Μεταφράσεις: jėga, svoris, autoritetas, valdžia, galia, galios, jėgos, elektros energijos