Επαύξηση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: επαύξηση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
incremento, aumento, incremento de, acréscimo, de incremento
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επαύξηση
αύξηση /μείωση ισχύος υφιστάμενης ηλεκτροδότησης, επαύξηση ρεύματος, επαύξηση ισχύος, επαύξηση περιουσίας, επαύξηση ισχύος υφιστάμενης ηλεκτροδότησης, επαύξηση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επαύξηση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- επαφή στα πορτογαλικά - contacto, contato, de contato, de contacto, Contactar com
- επαχθής στα πορτογαλικά - mil, pesado, oneroso, penoso, onerosa, pesada
- επείγων στα πορτογαλικά - instar, urgir, urgente, urgentes, urgência, de urgência, premente
- επεισόδιο στα πορτογαλικά - episódio, episódio de, episode, episódios
Τυχαίες λέξεις
Επαύξηση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: incremento, aumento, incremento de, acréscimo, de incremento
Μεταφράσεις: incremento, aumento, incremento de, acréscimo, de incremento