Κατάχρηση στα ουκρανικά

Μετάφραση: κατάχρηση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
крадіж, привласнення, надуживати, зловживати, зловживання, розкрадання, розтрата
Κατάχρηση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατάχρηση

κατάχρηση εξουσίας ταινία, κατάχρηση εξουσίας (1971), κατάχρηση εξουσίας από δημόσιο υπάλληλο, κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, κατάχρηση εξουσίας νόμος, κατάχρηση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κατάχρηση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κατάσχω στα ουκρανικά - конфісковувати, захопити, охопити, схопитися, конфіскувати, скористатись, накласти арешт
  • κατάφορτος στα ουκρανικά - череватий, повен, повний, чреватий, сповнений, загрожує, що загрожує, ...
  • κατέχω στα ουκρανικά - загін, володіти, рідний, власний, тримати, триматиме
  • κατήγορος στα ουκρανικά - обвинувачі, прокурорський, прокурор, прокурора
Τυχαίες λέξεις
Κατάχρηση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: крадіж, привласнення, надуживати, зловживати, зловживання, розкрадання, розтрата