Κατάχρηση στα ισλανδικά
Μετάφραση: κατάχρηση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
húðskamma, skamma, misnotkun, ofbeldi, misbeiting, misnotkunar, misnota
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατάχρηση
κατάχρηση εξουσίας ταινία, κατάχρηση εξουσίας (1971), κατάχρηση εξουσίας από δημόσιο υπάλληλο, κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, κατάχρηση εξουσίας νόμος, κατάχρηση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κατάχρηση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- κατάσχω στα ισλανδικά - handtaka, grípa, sequestrate
- κατάφορτος στα ισλανδικά - fraught, ríkir mikil, háð mikilli, Veruleg, ríkir
- κατέχω στα ισλανδικά - eiginn, eigin, eiga, halda, að halda, haldið, haltu, ...
- κατήγορος στα ισλανδικά - saksóknara, saksóknari, sækjandi, að saksóknari, saksóknarinn
Τυχαίες λέξεις
Κατάχρηση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: húðskamma, skamma, misnotkun, ofbeldi, misbeiting, misnotkunar, misnota
Μεταφράσεις: húðskamma, skamma, misnotkun, ofbeldi, misbeiting, misnotkunar, misnota