Κατάχρηση στα γερμανικά

Μετάφραση: κατάχρηση, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schmähung, unterschlagung, beschimpfen, veruntreuung, Missbrauch, Mißbrauch, Missbrauchs, abuse
Κατάχρηση στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατάχρηση

κατάχρηση εξουσίας ταινία, κατάχρηση εξουσίας (1971), κατάχρηση εξουσίας από δημόσιο υπάλληλο, κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, κατάχρηση εξουσίας νόμος, κατάχρηση λεξικό γλώσσας γερμανικά, κατάχρηση στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • κατάσχω στα γερμανικά - übernehmen, beschlagnahmen, erobern, konfiszieren, sequestrieren, sequestrate, zu sequestrieren
  • κατάφορτος στα γερμανικά - voll, voller, behaftet, birgt, beladen
  • κατέχω στα γερμανικά - eigen, eignen, eigene, besitzen, eigenes, halten, halten Sie, ...
  • κατήγορος στα γερμανικά - staatsanwalt, ankläger, Ankläger, Staatsanwalt, Staatsanwaltschaft, Anwalt
Τυχαίες λέξεις
Κατάχρηση στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: schmähung, unterschlagung, beschimpfen, veruntreuung, Missbrauch, Mißbrauch, Missbrauchs, abuse