Κατάχρηση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κατάχρηση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abusar, insultar, injuriar, abuso, abusos, abuso de, o abuso, queixa
Κατάχρηση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατάχρηση

κατάχρηση εξουσίας ταινία, κατάχρηση εξουσίας (1971), κατάχρηση εξουσίας από δημόσιο υπάλληλο, κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, κατάχρηση εξουσίας νόμος, κατάχρηση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κατάχρηση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κατάσχω στα πορτογαλικά - prender, segregar, confiscar, penhorar, apreenda, tomar, seqüestrar, ...
  • κατάφορτος στα πορτογαλικά - cheio, carregado, repleta, repleto, preocupante
  • κατέχω στα πορτογαλικά - mocho, possua, fruir, pessoal, próprio, positivamente, possuir, ...
  • κατήγορος στα πορτογαλικά - promotor, promotor de justiça, procurador, Ministério Público, promotora
Τυχαίες λέξεις
Κατάχρηση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: abusar, insultar, injuriar, abuso, abusos, abuso de, o abuso, queixa