Κατάχρηση στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: κατάχρηση, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
злоупотреба, малтретирање, злоупотреба на, злоупотреби, злоупотребата
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατάχρηση
κατάχρηση εξουσίας ταινία, κατάχρηση εξουσίας (1971), κατάχρηση εξουσίας από δημόσιο υπάλληλο, κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, κατάχρηση εξουσίας νόμος, κατάχρηση λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, κατάχρηση στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- κατάσχω στα σλαβομακεδονικά - sequestrate
- κατάφορτος στα σλαβομακεδονικά - полн, оптоварен, напнати, исполнета, исполнет
- κατέχω στα σλαβομακεδονικά - држете, се одржи, одржи, држете го, имаат
- κατήγορος στα σλαβομακεδονικά - обвинител, обвинителот, тужител, обвинителка, обвинителство
Τυχαίες λέξεις
Κατάχρηση στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: злоупотреба, малтретирање, злоупотреба на, злоупотреби, злоупотребата
Μεταφράσεις: злоупотреба, малтретирање, злоупотреба на, злоупотреби, злоупотребата