Κατάχρηση στα λευκορωσικά

Μετάφραση: κατάχρηση, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
злоўжыванне, злоўжываньне
Κατάχρηση στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατάχρηση

κατάχρηση εξουσίας ταινία, κατάχρηση εξουσίας (1971), κατάχρηση εξουσίας από δημόσιο υπάλληλο, κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, κατάχρηση εξουσίας νόμος, κατάχρηση λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κατάχρηση στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • κατάσχω στα λευκορωσικά - накласці, накласьці, налажыць
  • κατάφορτος στα λευκορωσικά - багаты, якi пагражае, багаты на, цяжарны, i страта
  • κατέχω στα λευκορωσικά - чисты, трымаць
  • κατήγορος στα λευκορωσικά - пракурор
Τυχαίες λέξεις
Κατάχρηση στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: злоўжыванне, злоўжываньне