Τεντωμένος στα εσθονικά

Μετάφραση: τεντωμένος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tempus, aeg, mänguvahendi, väljasirutatud, sirutatud, sirutanud paluva, väljaulatuvad
Τεντωμένος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τεντωμένος

τεντωμένος λεξικό γλώσσας εσθονικά, τεντωμένος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • τεμαχίζω στα εσθονικά - tükeldama, rabak, analüüsima, lahkama, raiuma, raiskama, fritüür, ...
  • τεμπέλης στα εσθονικά - laisk, jõude, tühikäigul, laisad, aeglase vooluga, vooluga
  • τεντώνομαι στα εσθονικά - venitus, veniv, pingutus, venitada, stretch, elastne, venitamisega
  • τεντώνω στα εσθονικά - tõug, venitus, veniv, pingutus, pinge, venitada, stretch, ...
Τυχαίες λέξεις
Τεντωμένος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: tempus, aeg, mänguvahendi, väljasirutatud, sirutatud, sirutanud paluva, väljaulatuvad