Τεντωμένος στα ολλανδικά
Μετάφραση: τεντωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tijd, gespannen, ingespannen, strak, uitgestoken, uitgestrekt, uitgestrekte, outstretched, gestrekte
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τεντωμένος
τεντωμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τεντωμένος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- τεμαχίζω στα ολλανδικά - kotelet, doorsnijden, kappen, fijnhakken, houwen, karbonade, beignet, ...
- τεμπέλης στα ολλανδικά - lui, luie, lazy, lui zijn
- τεντώνομαι στα ολλανδικά - rekken, strekken, spannen, uitrekken, stretch, stuk, rek
- τεντώνω στα ολλανδικά - deuntje, stam, melodie, deun, uitrekken, spannen, ras, ...
Τυχαίες λέξεις
Τεντωμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: tijd, gespannen, ingespannen, strak, uitgestoken, uitgestrekt, uitgestrekte, outstretched, gestrekte
Μεταφράσεις: tijd, gespannen, ingespannen, strak, uitgestoken, uitgestrekt, uitgestrekte, outstretched, gestrekte