Τεντωμένος στα ουγγρικά

Μετάφραση: τεντωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kinyújtott, kitárt, kinyujtott, széttárt, előrenyújtott
Τεντωμένος στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τεντωμένος

τεντωμένος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, τεντωμένος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • τεμαχίζω στα ουγγρικά - védjegy, csapkodás, satupofa, hússzelet, völgyszoros, darabka, szétszórakozza, ...
  • τεμπέλης στα ουγγρικά - tétlen, lusta, lusták, a lusta, lazy
  • τεντώνομαι στα ουγγρικά - nyújtózkodás, feszítés, terjedés, kitágít, stretch, szakaszon, nyújtás, ...
  • τεντώνω στα ουγγρικά - húzódás, rándulás, terjedés, feszültség, feszülés, megterhelés, feszítés, ...
Τυχαίες λέξεις
Τεντωμένος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kinyújtott, kitárt, kinyujtott, széttárt, előrenyújtott