Τεντωμένος στα λιθουανικά

Μετάφραση: τεντωμένος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išsitiesęs, ištiestas, ištiesta, outstretched, ištiestą
Τεντωμένος στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τεντωμένος

τεντωμένος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, τεντωμένος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • τεμαχίζω στα λιθουανικά - suskaldyti, mėsos gabaliukas tešloje, Blynai, Padalinti į smulkias dalis, obuolio gabaliukas tešloje, fritter
  • τεμπέλης στα λιθουανικά - tingus, tingi, tinginiai, tinginys
  • τεντώνομαι στα λιθουανικά - ruožas, stretch, tempimas, ištempti
  • τεντώνω στα λιθουανικά - veislė, arija, melodija, ruožas, stretch, tempimas, ištempti
Τυχαίες λέξεις
Τεντωμένος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: išsitiesęs, ištiestas, ištiesta, outstretched, ištiestą