Αμφισβητώ στα αλβανικά
Μετάφραση: αμφισβητώ, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pyetje, Pyetja, çështja, çështje, pyetje e
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφισβητώ
αμφισβητώ αγγλικά, αμφισβητώ ετυμολογία, αμφισβητώ συνώνυμο, αμφισβητώ λεξικό, αμφισβητώ μετάφραση αγγλικά, αμφισβητώ λεξικό γλώσσας αλβανικά, αμφισβητώ στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- αμφισβητήσιμος στα αλβανικά - i diskutueshëm, diskutueshme, e diskutueshme, dyshimtë, të diskutueshme
- αμφισβητούμενος στα αλβανικά - i diskutueshëm, diskutueshme, e diskutueshme, diskutueshëm, të diskutueshme
- αμφισημία στα αλβανικά - dykuptimësi, paqartësi, paqartësia, ambiguiteti, ambiguitet
- αμόνι στα αλβανικά - kudhër, Anvil
Τυχαίες λέξεις
Αμφισβητώ στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: pyetje, Pyetja, çështja, çështje, pyetje e
Μεταφράσεις: pyetje, Pyetja, çështja, çështje, pyetje e