Αμφισβητώ στα εσθονικά

Μετάφραση: αμφισβητώ, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kahtlema, kahtlus, diskrediteerima, küsimus, küsimuse, küsimusele, kõnealuse, küsimust
Αμφισβητώ στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμφισβητώ

αμφισβητώ αγγλικά, αμφισβητώ ετυμολογία, αμφισβητώ συνώνυμο, αμφισβητώ λεξικό, αμφισβητώ μετάφραση αγγλικά, αμφισβητώ λεξικό γλώσσας εσθονικά, αμφισβητώ στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • αμφισβητήσιμος στα εσθονικά - vaieldav, kahtlane, küsitav, küsitavaks, küsitava, kaheldav
  • αμφισβητούμενος στα εσθονικά - arutlema, tähtsusetu, kogu, vastuoluline, vastuolulise, vastuolulisi, vaieldav, ...
  • αμφισημία στα εσθονικά - mitmemõttelisus, ebaselgust, ebaselguse, mitmetähenduslikkus
  • αμόνι στα εσθονικά - alasi, alasit, alasiga, anvil, alasi vahel
Τυχαίες λέξεις
Αμφισβητώ στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kahtlema, kahtlus, diskrediteerima, küsimus, küsimuse, küsimusele, kõnealuse, küsimust