Αμφισβητώ στα ιταλικά
Μετάφραση: αμφισβητώ, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dubbio, dubitare, domanda, questione, domanda a, domanda e, trattasi
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφισβητώ
αμφισβητώ αγγλικά, αμφισβητώ ετυμολογία, αμφισβητώ συνώνυμο, αμφισβητώ λεξικό, αμφισβητώ μετάφραση αγγλικά, αμφισβητώ λεξικό γλώσσας ιταλικά, αμφισβητώ στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αμφισβητήσιμος στα ιταλικά - discutibile, discutibili, dubbio, dubbia, opinabile
- αμφισβητούμενος στα ιταλικά - controverso, controversa, controversi, controverse, discutibile
- αμφισημία στα ιταλικά - ambiguità, l'ambiguità, dell'ambiguità, un'ambiguità, di ambiguità
- αμόνι στα ιταλικά - incudine, un'incudine, dell'incudine, sull'incudine, l'incudine
Τυχαίες λέξεις
Αμφισβητώ στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: dubbio, dubitare, domanda, questione, domanda a, domanda e, trattasi
Μεταφράσεις: dubbio, dubitare, domanda, questione, domanda a, domanda e, trattasi