Αμφισβητώ στα λευκορωσικά
Μετάφραση: αμφισβητώ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пытанне, пытаньне, вопрос
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφισβητώ
αμφισβητώ αγγλικά, αμφισβητώ ετυμολογία, αμφισβητώ συνώνυμο, αμφισβητώ λεξικό, αμφισβητώ μετάφραση αγγλικά, αμφισβητώ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αμφισβητώ στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- αμφισβητήσιμος στα λευκορωσικά - сумніўны, сумнеўны, сумніцельны, сумнеўным
- αμφισβητούμενος στα λευκορωσικά - спрэчны, спрэчнае, спрэчную
- αμφισημία στα λευκορωσικά - двухсэнсоўнасць, двухсэнсоўнасьць, двухсэнсавасць, непрыстойнае, двухзначнасць
- αμόνι στα λευκορωσικά - кавадла, наковальня
Τυχαίες λέξεις
Αμφισβητώ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: пытанне, пытаньне, вопрос
Μεταφράσεις: пытанне, пытаньне, вопрос