Αμφισβητώ στα ολλανδικά
Μετάφραση: αμφισβητώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
twijfel, twijfelen, dubben, betwijfelen, vraag, kwestie, betrokken, vragen, vraag aan
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφισβητώ
αμφισβητώ αγγλικά, αμφισβητώ ετυμολογία, αμφισβητώ συνώνυμο, αμφισβητώ λεξικό, αμφισβητώ μετάφραση αγγλικά, αμφισβητώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αμφισβητώ στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αμφισβητήσιμος στα ολλανδικά - twijfelachtig, bedenkelijk, twijfelachtige, vraag, de vraag
- αμφισβητούμενος στα ολλανδικά - controversiële, controversieel, omstreden
- αμφισημία στα ολλανδικά - dubbelzinnigheid, ambiguïteit, onduidelijkheid, dubbelzinnig, ondubbelzinnig
- αμόνι στα ολλανδικά - aanbeeld, aambeeld, Anvil, het aambeeld, van Anvil
Τυχαίες λέξεις
Αμφισβητώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: twijfel, twijfelen, dubben, betwijfelen, vraag, kwestie, betrokken, vragen, vraag aan
Μεταφράσεις: twijfel, twijfelen, dubben, betwijfelen, vraag, kwestie, betrokken, vragen, vraag aan