Αμφισβητώ στα νορβηγικά

Μετάφραση: αμφισβητώ, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uvisshet, tvile, tvil, spørsmålet, spørsmål, aktuelle, hurtig
Αμφισβητώ στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμφισβητώ

αμφισβητώ αγγλικά, αμφισβητώ ετυμολογία, αμφισβητώ συνώνυμο, αμφισβητώ λεξικό, αμφισβητώ μετάφραση αγγλικά, αμφισβητώ λεξικό γλώσσας νορβηγικά, αμφισβητώ στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • αμφισβητήσιμος στα νορβηγικά - tvilsom, tvilsomt, tvilsomme, tvils, tvil
  • αμφισβητούμενος στα νορβηγικά - kontroversiell, kontroversielt, kontroversielle, omstridt, omstridte
  • αμφισημία στα νορβηγικά - tvetydighet, tvetydigheten, tvetydig, flertydighet, tvetydigheter
  • αμόνι στα νορβηγικά - ambolt, ambolten, Anvil, amboltens, bakke
Τυχαίες λέξεις
Αμφισβητώ στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: uvisshet, tvile, tvil, spørsmålet, spørsmål, aktuelle, hurtig