Αμφισβητώ στα δανικά
Μετάφραση: αμφισβητώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tvivle, tvivl, spørgsmål, pågældende, spørgsmålet, paagaeldende, forespørgsel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφισβητώ
αμφισβητώ αγγλικά, αμφισβητώ ετυμολογία, αμφισβητώ συνώνυμο, αμφισβητώ λεξικό, αμφισβητώ μετάφραση αγγλικά, αμφισβητώ λεξικό γλώσσας δανικά, αμφισβητώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- αμφισβητήσιμος στα δανικά - tvivlsom, tvivlsomt, tvivlsomme, spørgsmålstegn
- αμφισβητούμενος στα δανικά - kontroversielle, kontroversiel, kontroversielt, omstridt, omstridte
- αμφισημία στα δανικά - tvetydighed, uklarhed, flertydighed, tvetydigheder, tvetydigheden
- αμόνι στα δανικά - ambolt, ambolten, amboltens
Τυχαίες λέξεις
Αμφισβητώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tvivle, tvivl, spørgsmål, pågældende, spørgsmålet, paagaeldende, forespørgsel
Μεταφράσεις: tvivle, tvivl, spørgsmål, pågældende, spørgsmålet, paagaeldende, forespørgsel