Αμφισβητώ στα ισπανικά

Μετάφραση: αμφισβητώ, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dudar, desacreditar, duda, escrúpulo, pregunta, cuestión, pregunta a, pregunta y, trata
Αμφισβητώ στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμφισβητώ

αμφισβητώ αγγλικά, αμφισβητώ ετυμολογία, αμφισβητώ συνώνυμο, αμφισβητώ λεξικό, αμφισβητώ μετάφραση αγγλικά, αμφισβητώ λεξικό γλώσσας ισπανικά, αμφισβητώ στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • αμφισβητήσιμος στα ισπανικά - disputable, polémico, litigioso, cuestionable, discutible, cuestionables, dudosa, ...
  • αμφισβητούμενος στα ισπανικά - polémico, controvertido, controvertida, controversial, polémica
  • αμφισημία στα ισπανικά - ambigüedad, la ambigüedad, ambigüedades, ambigüedad en, ambigüedad de
  • αμόνι στα ισπανικά - yunque, de yunque, del yunque, el yunque, yunque de
Τυχαίες λέξεις
Αμφισβητώ στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: dudar, desacreditar, duda, escrúpulo, pregunta, cuestión, pregunta a, pregunta y, trata