Αμφισβητώ στα φινλανδικά
Μετάφραση: αμφισβητώ, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
epäily, epäillä, epäilys, epätietoisuus, kysymys, kysymyksen, kysymykseen, kyseessä, kysymyksiä
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφισβητώ
αμφισβητώ αγγλικά, αμφισβητώ ετυμολογία, αμφισβητώ συνώνυμο, αμφισβητώ λεξικό, αμφισβητώ μετάφραση αγγλικά, αμφισβητώ λεξικό γλώσσας φινλανδικά, αμφισβητώ στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- αμφισβητήσιμος στα φινλανδικά - väiteltävä, kiisteltävä, kiistelty, kyseenalainen, kyseenalaista, kyseenalaisia, kyseenalaisen
- αμφισβητούμενος στα φινλανδικά - väiteltävä, punnita, kiisteltävä, kiistanalainen, kiistanalaisia, kiistelty, ristiriitainen, ...
- αμφισημία στα φινλανδικά - epäselvyys, epäselvyyttä, epäselvyydet, epäselvyyden, moniselitteisyys
- αμόνι στα φινλανδικά - alasin, Anvil, alasimen, vasteen, alasinta
Τυχαίες λέξεις
Αμφισβητώ στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: epäily, epäillä, epäilys, epätietoisuus, kysymys, kysymyksen, kysymykseen, kyseessä, kysymyksiä
Μεταφράσεις: epäily, epäillä, epäilys, epätietoisuus, kysymys, kysymyksen, kysymykseen, kyseessä, kysymyksiä