Πρόσκαιρος στα αλβανικά
Μετάφραση: πρόσκαιρος, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i përkohshëm, të përkohshme, fiksuar, i fiksuar, shkatrueshëm
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρόσκαιρος
πρόσκαιρος συνώνυμο, πρόσκαιρος λεξικό, πρόσκαιρος λεξικό γλώσσας αλβανικά, πρόσκαιρος στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- πρόσθετος στα αλβανικά - plotësues, shtesë, tjetër, plotësuese, shtese
- πρόσθιος στα αλβανικά - i mëparshëm, mëparshëm, përparme, e përparme, anteriore
- πρόσκληση στα αλβανικά - ftesë, ftesa, ftesën, ftesë e, ftesës
- πρόσκοπος στα αλβανικά - skaut, Scout, informator, zbulues, skautëve
Τυχαίες λέξεις
Πρόσκαιρος στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: i përkohshëm, të përkohshme, fiksuar, i fiksuar, shkatrueshëm
Μεταφράσεις: i përkohshëm, të përkohshme, fiksuar, i fiksuar, shkatrueshëm