Πρόσκαιρος στα ουκρανικά
Μετάφραση: πρόσκαιρος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тимчасовий, непостійний, мінливий, непостійна
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρόσκαιρος
πρόσκαιρος συνώνυμο, πρόσκαιρος λεξικό, πρόσκαιρος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πρόσκαιρος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πρόσθετος στα ουκρανικά - додатковий, додаткове, додаткову, додаткова, додаткового
- πρόσθιος στα ουκρανικά - попередній, передня, передній, переднє, передний, чільне
- πρόσκληση στα ουκρανικά - невидимий, бог, запрошення
- πρόσκοπος στα ουκρανικά - слуга, нехтувати, скаут, розвідник
Τυχαίες λέξεις
Πρόσκαιρος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: тимчасовий, непостійний, мінливий, непостійна
Μεταφράσεις: тимчасовий, непостійний, мінливий, непостійна