Πρόσκαιρος στα τούρκικα
Μετάφραση: πρόσκαιρος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
süreksiz, geçici, impermanent, geçicidir, kalıcı olmayan
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρόσκαιρος
πρόσκαιρος συνώνυμο, πρόσκαιρος λεξικό, πρόσκαιρος λεξικό γλώσσας τούρκικα, πρόσκαιρος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- πρόσθετος στα τούρκικα - diğer, başka, ek, ilave, ek bir, ayrıntılı, olmayan ilave
- πρόσθιος στα τούρκικα - ön, anterior, anteriyor, öne
- πρόσκληση στα τούρκικα - davet, çağrı, davetiye, daveti, Invitation, davetiyesi
- πρόσκοπος στα τούρκικα - izci, keşif, avcısı, yetenek avcısı, gözcü
Τυχαίες λέξεις
Πρόσκαιρος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: süreksiz, geçici, impermanent, geçicidir, kalıcı olmayan
Μεταφράσεις: süreksiz, geçici, impermanent, geçicidir, kalıcı olmayan