Πρόσκαιρος στα ισλανδικά

Μετάφραση: πρόσκαιρος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
impermanent
Πρόσκαιρος στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πρόσκαιρος

πρόσκαιρος συνώνυμο, πρόσκαιρος λεξικό, πρόσκαιρος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πρόσκαιρος στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • πρόσθετος στα ισλανδικά - viðbótar, Viðbótarupplýsingar, Additional, frekari, Viðbótarupplýsingar um
  • πρόσθιος στα ισλανδικά - fremra, framanverðum, fremri, á framanverðum, framvegg
  • πρόσκληση στα ισλανδικά - heimboð, boð, boðið, boðsmiða, boðinu, boðskort
  • πρόσκοπος στα ισλανδικά - Útsendari, Scout, skáti, lausu grjóti, skátarnir
Τυχαίες λέξεις
Πρόσκαιρος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: impermanent