Πρόσκαιρος στα δανικά

Μετάφραση: πρόσκαιρος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forgængelig, impermanent, ubestandigt, forgængeligt, ubestandige
Πρόσκαιρος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πρόσκαιρος

πρόσκαιρος συνώνυμο, πρόσκαιρος λεξικό, πρόσκαιρος λεξικό γλώσσας δανικά, πρόσκαιρος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πρόσθετος στα δανικά - ekstra, yderligere, supplerende
  • πρόσθιος στα δανικά - anterior, forreste, anteriore, fortil beliggende, anteriort
  • πρόσκληση στα δανικά - invitation, indbydelse, licitation, opfordring, opfordringen, invitationen
  • πρόσκοπος στα δανικά - spejder, Scout, talentspejder
Τυχαίες λέξεις
Πρόσκαιρος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forgængelig, impermanent, ubestandigt, forgængeligt, ubestandige