Άμβλωση στα βουλγαρικά
Μετάφραση: άμβλωση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
аборт, абортите, аборта, аборти
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άμβλωση
άμβλωση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, άμβλωση στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- άλσος στα βουλγαρικά - рока, горичка, Grove, Гроув, Грове
- άμαξα στα βουλγαρικά - репетитор, автобус, рама, превоз, превоза, превози, карета
- άμεμπτος στα βουλγαρικά - невинен, безупречен, непорочен, непорочни, безупречни
- άμεσος στα βουλγαρικά - директен, пряк, директно, пряка, директна
Τυχαίες λέξεις
Άμβλωση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: аборт, абортите, аборта, аборти
Μεταφράσεις: аборт, абортите, аборта, аборти