Άμβλωση στα δανικά
Μετάφραση: άμβλωση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
abort, aborter, svangerskabsafbrydelse
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άμβλωση
άμβλωση λεξικό γλώσσας δανικά, άμβλωση στα δανικά
Μεταφράσεις
- άλσος στα δανικά - lund, Grove, lunden
- άμαξα στα δανικά - vogn, bus, omnibus, transport, transporten, befordring, vognen
- άμεμπτος στα δανικά - uden skyld, ustraffelig, ulastelige, ustraffelige, ulasteligt
- άμεσος στα δανικά - direkte, umiddelbart, en direkte, den direkte
Τυχαίες λέξεις
Άμβλωση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: abort, aborter, svangerskabsafbrydelse
Μεταφράσεις: abort, aborter, svangerskabsafbrydelse