Άμβλωση στα ισλανδικά

Μετάφραση: άμβλωση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fóstureyðing, fóstureyðingu, fósturlát, fóstureyðingar, í fóstureyðingu
Άμβλωση στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άμβλωση

άμβλωση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, άμβλωση στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • άλσος στα ισλανδικά - lundi, GROVE
  • άμαξα στα ισλανδικά - flutningar, flutning, höfuðburður, flutnings, læsingarsamstæða
  • άμεμπτος στα ισλανδικά - lýtalaus, grandvar, grandvarlega, breyta grandvarlega, óaðfinnanlegir
  • άμεσος στα ισλανδικά - áríðandi, bein, beint, beina, beinni, beinu
Τυχαίες λέξεις
Άμβλωση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: fóstureyðing, fóstureyðingu, fósturlát, fóstureyðingar, í fóstureyðingu