Άμβλωση στα λευκορωσικά
Μετάφραση: άμβλωση, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аборт
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άμβλωση
άμβλωση λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, άμβλωση στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- άλσος στα λευκορωσικά - гай, хвойнік
- άμαξα στα λευκορωσικά - прыстань, машына, асачыць, перавозка
- άμεμπτος στα λευκορωσικά - бездакорны, ідэальны, беззаганны
- άμεσος στα λευκορωσικά - прамы, прамой
Τυχαίες λέξεις
Άμβλωση στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: аборт
Μεταφράσεις: аборт