Άμβλωση στα σουηδικά
Μετάφραση: άμβλωση, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
abort, aborter, abortion, aborten
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άμβλωση
άμβλωση λεξικό γλώσσας σουηδικά, άμβλωση στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- άλσος στα σουηδικά - lund, dunge, grove, lunden
- άμαξα στα σουηδικά - tränare, vagn, buss, hållning, frakt, transport, vagnen, ...
- άμεμπτος στα σουηδικά - klanderfria, ostraffliga, utan skuld, ostrafflig, blameless
- άμεσος στα σουηδικά - brådskande, angelägen, direkt, direkta
Τυχαίες λέξεις
Άμβλωση στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: abort, aborter, abortion, aborten
Μεταφράσεις: abort, aborter, abortion, aborten