Άμβλωση στα ουκρανικά
Μετάφραση: άμβλωση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
осічка, потворо, недоносок, невдача, потвора, аборт
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άμβλωση
άμβλωση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, άμβλωση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- άλσος στα ουκρανικά - гай, роща, ліс
- άμαξα στα ουκρανικά - анулювати, проведення, лафет, тренувати, станок, тренер, екіпаж, ...
- άμεμπτος στα ουκρανικά - невгамовний, бездоганний, ідеальний
- άμεσος στα ουκρανικά - нагальний, заповзятий, наполегливий, настирливий, прямий, прямої, прямій, ...
Τυχαίες λέξεις
Άμβλωση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: осічка, потворо, недоносок, невдача, потвора, аборт
Μεταφράσεις: осічка, потворо, недоносок, невдача, потвора, аборт