Έμβασμα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: έμβασμα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
парични преводи, превод, превеждане, превеждането, преотстъпване
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έμβασμα
έμβασμα σε τραπεζικό λογαριασμό, έμβασμα σε λογαριασμό ετε, έμβασμα λεξικό, έμβασμα sepa, έμβασμα από κύπρο, έμβασμα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, έμβασμα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- έλος στα βουλγαρικά - блато, болото, Марш, Marsh, блатна, блатото
- έλυτρο στα βουλγαρικά - обвивка, кания, ножницата, обвивката
- έμβολο στα βουλγαρικά - бутало, буталата, буталния, бутален, бутални
- έμβρυο στα βουλγαρικά - зародиш, ембрион, плода, плод, фетуса
Τυχαίες λέξεις
Έμβασμα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: парични преводи, превод, превеждане, превеждането, преотстъпване
Μεταφράσεις: парични преводи, превод, превеждане, превеждането, преотстъпване