Έμβασμα στα ισλανδικά

Μετάφραση: έμβασμα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skil, remittance, yfirfærsla, Greiðslusending, peningasendingar
Έμβασμα στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έμβασμα

έμβασμα σε τραπεζικό λογαριασμό, έμβασμα σε λογαριασμό ετε, έμβασμα λεξικό, έμβασμα sepa, έμβασμα από κύπρο, έμβασμα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, έμβασμα στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • έλος στα ισλανδικά - dý, for, forarflói, Marsh
  • έλυτρο στα ισλανδικά - Vagina, Sliðrið, slagæðaslíðrið, ef slagæðaslíðrið, slagæðaslíðrið er
  • έμβολο στα ισλανδικά - stimpla, bullu, bullan, stimpillinn, bulla
  • έμβρυο στα ισλανδικά - fóstrið, fóstur, fósturs, fóstrið er, fóstrinu
Τυχαίες λέξεις
Έμβασμα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: skil, remittance, yfirfærsla, Greiðslusending, peningasendingar