Έμβασμα στα λευκορωσικά
Μετάφραση: έμβασμα, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пераклад, пераклад на, пераклад на беларускую, перавод
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έμβασμα
έμβασμα σε τραπεζικό λογαριασμό, έμβασμα σε λογαριασμό ετε, έμβασμα λεξικό, έμβασμα sepa, έμβασμα από κύπρο, έμβασμα λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, έμβασμα στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- έλος στα λευκορωσικά - балота, балото, балоты
- έλυτρο στα λευκορωσικά - абалонка, абалонкі, абалонку
- έμβολο στα λευκορωσικά - поршань, поршень
- έμβρυο στα λευκορωσικά - плод, плён, вынік
Τυχαίες λέξεις
Έμβασμα στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: пераклад, пераклад на, пераклад на беларускую, перавод
Μεταφράσεις: пераклад, пераклад на, пераклад на беларускую, перавод