Έμβασμα στα δανικά
Μετάφραση: έμβασμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
remittance, eftergivelse, overførsel, fremsendelse, indbetalt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έμβασμα
έμβασμα σε τραπεζικό λογαριασμό, έμβασμα σε λογαριασμό ετε, έμβασμα λεξικό, έμβασμα sepa, έμβασμα από κύπρο, έμβασμα λεξικό γλώσσας δανικά, έμβασμα στα δανικά
Μεταφράσεις
- έλος στα δανικά - sump, mose, marsk, Marsh, mosen, marsken
- έλυτρο στα δανικά - bark, kappe, skede, hylsteret, kappen, hylster
- έμβολο στα δανικά - stempel, stemplet, stemplets
- έμβρυο στα δανικά - embryo, foster, fosteret, fostret, fosterets, fostrets
Τυχαίες λέξεις
Έμβασμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: remittance, eftergivelse, overførsel, fremsendelse, indbetalt
Μεταφράσεις: remittance, eftergivelse, overførsel, fremsendelse, indbetalt