Αγχωμένος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αγχωμένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неспокоен, загрижен, угрижен, тревожност, загрижени
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγχωμένος
αγχωμένος στα αγγλικα, αγχωμένος στα γαλλικα, αγχωμένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αγχωμένος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αγχίνοια στα βουλγαρικά - проницателност, хитрост, хитростта, притежавал проницателност
- αγχιστεία στα βουλγαρικά - афинитет, афинитетна, афинитет към, афинитета, афинитет на
- αγχόνη στα βουλγαρικά - бесилка, бесило, бесилката, бесилки
- αγχώδης στα βουλγαρικά - безпокойство, тревога, тревожност, тревожно, тревожността
Τυχαίες λέξεις
Αγχωμένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: неспокоен, загрижен, угрижен, тревожност, загрижени
Μεταφράσεις: неспокоен, загрижен, угрижен, тревожност, загрижени