Αγχωμένος στα ουκρανικά
Μετάφραση: αγχωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
повний, повен, череватий, чреватий, сповнений, тривожний, тривожна, тривожне
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγχωμένος
αγχωμένος στα αγγλικα, αγχωμένος στα γαλλικα, αγχωμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αγχωμένος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αγχίνοια στα ουκρανικά - тяму, тямущість, проникливість, прозорливість, інтуїцію
- αγχιστεία στα ουκρανικά - спорідненість, привабливість, властивість, потяг, близькість
- αγχόνη στα ουκρανικά - помочи, козли, шибениця, цапи, шибеницю
- αγχώδης στα ουκρανικά - тривожний, неспокійний, схвильований, стурбований, тривога, тривогу
Τυχαίες λέξεις
Αγχωμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: повний, повен, череватий, чреватий, сповнений, тривожний, тривожна, тривожне
Μεταφράσεις: повний, повен, череватий, чреватий, сповнений, тривожний, тривожна, тривожне