Αγχωμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: αγχωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
angstig, bezorgd, ongerust, angstige, bang
Αγχωμένος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγχωμένος

αγχωμένος στα αγγλικα, αγχωμένος στα γαλλικα, αγχωμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αγχωμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αγχίνοια στα ολλανδικά - schranderheid, scherpzinnigheid, slimheid, sluwheid, shrewdness
  • αγχιστεία στα ολλανδικά - verwantschap, affiniteit, de affiniteit, affiniteit heeft
  • αγχόνη στα ολλανδικά - galg, galgen, gallows, de galg
  • αγχώδης στα ολλανδικά - bezorgd, bang, nerveus, zenuwachtig, beducht, ongerust, angst, ...
Τυχαίες λέξεις
Αγχωμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: angstig, bezorgd, ongerust, angstige, bang