Αγχωμένος στα τσεχικά
Μετάφραση: αγχωμένος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
plný, znepokojený, úzkostlivý, dychtivý, úzkost, úzkosti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγχωμένος
αγχωμένος στα αγγλικα, αγχωμένος στα γαλλικα, αγχωμένος λεξικό γλώσσας τσεχικά, αγχωμένος στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- αγχίνοια στα τσεχικά - důvtip, chytrost, bystrost, inteligence, ostrovtip
- αγχιστεία στα τσεχικά - spříznění, slučivost, blízkost, příbuznost, afinita, příbuzenství, afinitní, ...
- αγχόνη στα τσεχικά - šibenice, Gallows, šibenici, popraviště, Šibeniční
- αγχώδης στα τσεχικά - znepokojený, úzkostlivý, úzkostný, dychtivý, starostlivý, úzkost, úzkosti, ...
Τυχαίες λέξεις
Αγχωμένος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: plný, znepokojený, úzkostlivý, dychtivý, úzkost, úzkosti
Μεταφράσεις: plný, znepokojený, úzkostlivý, dychtivý, úzkost, úzkosti