Αγχωμένος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αγχωμένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ansioso, ansiosos, ansiosa, ansiosas, ansiedade
Αγχωμένος στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγχωμένος

αγχωμένος στα αγγλικα, αγχωμένος στα γαλλικα, αγχωμένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αγχωμένος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αγχίνοια στα πορτογαλικά - shrewdness, argúcia, perspicácia, esperteza, astúcia
  • αγχιστεία στα πορτογαλικά - afinidade, de afinidade, afinidade de, a afinidade, afinidades
  • αγχόνη στα πορτογαλικά - forca, patíbulo, cadafalso, gallows, forcas
  • αγχώδης στα πορτογαλικά - nervoso, ansioso, ansiedade, a ansiedade, de ansiedade, angústia, da ansiedade
Τυχαίες λέξεις
Αγχωμένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ansioso, ansiosos, ansiosa, ansiosas, ansiedade